μεγαλοσπλαγχνος

μεγαλοσπλαγχνος
    μεγαλόσπλαγχνος
    μεγᾰλό-σπλαγχνος
    2
    обуреваемый страстями, мятущийся
    

(ψυχή Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μεγαλοσπλαγχνος" в других словарях:

  • μεγαλόσπλαγχνος — μεγαλόσπλαγχνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μεγάλο το υπογάστριο 2. αυτός που έχει μεγάλα σπλάγχνα 3. αυτός που προκαλεί εξόγκωση στα σπλάγχνα («οἶνος μεγαλόσπλαγχνος σπληνὸς καὶ ἥπατος», Ιπποκρ.) 4. μεγαλόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σπλάγχνα …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόσπλαγχνος — with enlarged abdomen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόσπλαγχνον — μεγαλόσπλαγχνος with enlarged abdomen masc/fem acc sg μεγαλόσπλαγχνος with enlarged abdomen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοσπλαγχνότατοι — μεγαλόσπλαγχνος with enlarged abdomen masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοσπλάγχνοις — μεγαλόσπλαγχνος with enlarged abdomen masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοσπλάγχνοισι — μεγαλόσπλαγχνος with enlarged abdomen masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοσπλάγχνοισιν — μεγαλόσπλαγχνος with enlarged abdomen masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοσπλάγχνους — μεγαλόσπλαγχνος with enlarged abdomen masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόσπλαγχνοι — μεγαλόσπλαγχνος with enlarged abdomen masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»